- σκεπάρνισμα
- το, Ν [σκεπαρνίζω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκεπαρνίζω, η κατεργασία, το πελέκημα τού ξύλου με σκεπάρνι2. στον πληθ. τα σκεπαρνίσματατα κομμάτια ξύλου που αποσπώνται κατά την κατεργασία με το σκεπάρνι.
Dictionary of Greek. 2013.